κυλίχνη — small cup fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλιχνᾶν — κυλίχνη small cup fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίχναις — κυλίχνη small cup fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίχνιον — κυλίχνιον, τὸ (Α) μικρή κυλίχνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίχνη + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κυλίχνας — κυλίχνᾱς , κυλίχνη small cup fem acc pl κυλίχνᾱς , κυλίχνη small cup fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кумган — кунган кувшин; азиатск. сосуд для умывания ; впервые в Домостр. Заб. (174): кумган; диал. кубган большой кувшин , терск. (РФВ 44, 96), под влиянием куб; также кулган, диссимилировано из кунган; далее курган. Заимств. из крым. тат., чагат., азерб … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κυλιχνίς — κιλιχνίς, ίδος, ἡ (Α) κυλίχνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίχνη + υποκορ. κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek
πελίχνη — ἡ, Α η πέλλα (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλιξ + υποκορ. κατάλ. ίχνη (πρβλ. κύλιξ: κυλίχνη)] … Dictionary of Greek
κυλίχναι — κυλίχνᾱͅ , κυλίχνη small cup fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίχναν — κυλίχνᾱν , κυλίχνη small cup fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)